- ὑπερδαπάνημα
- ὑπερδᾰπᾰν-ημα, ατος, τό,A sum overspent, PLond.3.1171.22, al. (i B. C.), POxy.1578.8 (iii A. D.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
υπερδαπάνημα — ήματος, τὸ, Α [δαπάνημα] υπέρβαση δαπάνης, δαπάνη μεγαλύτερη από εκείνην που είχε προβλεφθεί αρχικά … Dictionary of Greek
υπερδάπανον — τὸ, Α το ὐπερδαπάνημα*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + δαπάνη. Ο τ. πρέπει πιθ. να αναγνωσθεί ὑπερδαπανῶ*] … Dictionary of Greek